-
1 мексиканский
-
2 мексиканский
мексикан||скийприл μεξικανικός. -
3 мексиканский
[μικσικάνσκιϊ] εκ. μεξικάνικος -
4 мексиканский
[μικσικάνσκιϊ] επ μεξικάνικος -
5 мексиканский
επ.μεξικάνικος.
См. также в других словарях:
μεξικανικός — ή, ό και μεξικάνικος, η, ο [Μεξικανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Μεξικό ή στους Μεξικανούς ή αυτός που προέρχεται από το Μεξικό … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ταράσκα — (Taraska). Αρχαίος μεξικανικός λαός, στην πολιτεία Μιτσοακάν, ο οποίος αριθμεί περίπου 300.000 άτομα. Έχουν δική τους γλώσσα και ασχολούνται με το κυνήγι και το ψάρεμα. Τα όπλα τους είναι το ρόπαλο, τα τόξα και τα βέλη. Οι άνδρες είναι εντελώς… … Dictionary of Greek