Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μενοεικής

См. также в других словарях:

  • μενοεικής — μενοεικής, ές (Α) 1. (συν. για τροφή) αυτός που αρμόζει στις επιθυμίες, ικανοποιητικός, ευάρεστος («δεῑπνον μὲν γὰρ τοί γε γελώοντες τετύκοντο ἡδύ τε καὶ μενοεικές», Ομ. Οδ.) 2. άφθονος, αρκετός («μενοεικέα ὕλην» άφθονα ξύλα, Ομ. Ιλ.) 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • μενοεικής — suited to the desires masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μενοεικέα — μενοεικής suited to the desires neut nom/voc/acc pl (epic ionic) μενοεικής suited to the desires masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μενοεικές — μενοεικής suited to the desires masc/fem voc sg μενοεικής suited to the desires neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μενοεικέος — μενοεικής suited to the desires masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μενοεικέ' — μενοεικέα , μενοεικής suited to the desires neut nom/voc/acc pl (epic ionic) μενοεικέα , μενοεικής suited to the desires masc/fem acc sg (epic ionic) μενοεικέϊ , μενοεικής suited to the desires dat sg (epic) μενοεικέε , μενοεικής suited to the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένος — το (Α μένος) 1. ακράτητη ψυχική ορμή, παραφορά, έξαψη φρονήματος, μανία, πάθος («ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος», Αριστοφ.) 2. φρ. «πνέω μένεα» είμαι πολύ οργισμένος, ζητώ εκδίκηση αρχ. 1. (για πράγματα) δύναμη, ισχύς (α. «οἱ δὲ μένος χειρῶν ἰθὺς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»