-
1 μενε-κράτης
μενε-κράτης, ὁ, nannte Dionys. die Säule, ὅτι μένει καὶ κρατεῖ, Ath. III, 98 c.
-
2 μενεκράτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μενεκράτης
-
3 μενεκράτης
μενε-κράτης, ὁ, die Säule
См. также в других словарях:
μενεκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός από τις Συρακούσες (4ος αι. π.Χ.). Ο Αθήναιος αναφέρει στο έργο του Δειπνοσοφισταί ότι ο Μ. γυρνούσε στους δρόμους με συνοδεία τους ασθενείς που είχε γιατρέψει από την επιληψία, απαιτώντας από αυτούς να τον… … Dictionary of Greek