-
1 μενε-δήϊος
μενε-δήϊος, den Feind erwartend, im Kampfe bestehend, ihm Stand haltend, Il. 13, 228 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 114.
-
2 μενεδήϊος
μενε-δήϊος, ον,A standing one's ground against the enemy, staunch,κραδίη Il.12.247
, 13.228:—[dialect] Dor. [suff] μενε-δάϊος AP7.208 (Anyt.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μενεδήϊος
-
3 μενεδήιος
μενε-δήιος ( μένω): withstanding the enemy, steadfast, brave, Il. 12.247 and Il. 13.228.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μενεδήιος
-
4 μενεδήϊος
μενε-δήϊος, den Feind erwartend, im Kampfe bestehend, ihm Stand haltend -
5 μενεδηιος
См. также в других словарях:
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek