-
1 μενέ-χαρμος
μενέ-χαρμος, im Kampf ausharrend, den Kampf bestehend, Il. 14, 376.
-
2 μενεχάρμης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μενεχάρμης
-
3 μενεχάρμης
μενε-χάρμης and μενέ-χαρμος (μένω, χάρμη): steadfast or stanch in battle. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μενεχάρμης
-
4 μενέχαρμος,
μενέ-χαρμος, u. μενε-χάρμης, ὁ, im Kampf ausharrend, den Kampf bestehend -
5 μενεχάρμης
μενέ-χαρμος, u. μενε-χάρμης, ὁ, im Kampf ausharrend, den Kampf bestehend
См. также в других словарях:
πολύχαρμος — Έλληνας γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Κατά τον Πλίνιο, ήταν ο κατασκευαστής δύο μαρμάρινων αγαλμάτων της Αφροδίτης, που την παρουσίαζαν να λούζεται ορθή. Αντίγραφα των έργων θεωρούνται δύο αγάλματα που βρίσκονται στη στοά της Οκταβίας στη Ρώμη από τα… … Dictionary of Greek
μενέχαρμος — μενέχαρμος, ον (Α) μενεφύλοπις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε (βλ. μένω) + χαρμος (< χάρμη «μάχη»), πρβλ. πολύ χαρμος] … Dictionary of Greek