-
1 μενέκτυπος
μενέ-κτῠπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μενέκτυπος
См. также в других словарях:
μενέκτυπος — μενέκτυπος, ον (Α) αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο τής μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε (βλ. μένω) + κτύπος (πρβλ. αρματό κτυπος, βαρύ κτυπος)] … Dictionary of Greek