-
1 μεμύημαι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μεμύημαι
См. также в других словарях:
μεμύημαι — μυάω compress the lips perf ind mp 1st sg (attic ionic) μυέω initiate into the mysteries perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)