-
1 μεμπτικός
-
2 μεμπτικός
μεμπτικός, zum Tadeln gehörig, geneigt
См. также в других словарях:
μεμπτικός — μεμπτικός, ή, όν (ΑM) [μεμπτός] αυτός που επιδέχεται μομφή, κατηγορία. επίρρ... μεμπτικῶς (Μ) με μομφή, με κατηγορία … Dictionary of Greek