-
1 πολυ-γράμματος
πολυ-γράμματος, von vieler Wissenschaft; Ar. bei Plut. Pericl. 26; neben μεμουσωμένος, Plut. adv. Col. 26, u. öfter; im compar., Philostr.
-
2 μουσόω
μουσόω, Einen musisch machen, ihn in den Musenkünsten erziehen, bilden, bes. im pass., μεμούσωμαι, Ar. Lys. 1127; μεμουσωμένος, neben πολυγράμματος, Plut. adv. Calot. 25; ἐπαινεῖ τὸ Κίμωνος ἐμμελὲς καὶ ὑγρὸν καὶ μεμουσωμένον (die seine Bildung) ἐν ταῖς περιφοραῖς, Pericl. 5; ὄρνεον μουσωϑὲν ἀνϑρώπου φωνήν, Ael. N. A. 16, 3. – Ἔργον μεμουσωμένον, von musivischer Arbeit, Mosaik, S. Emp. adv. mus. 2.
См. также в других словарях:
μεμουσωμένος — μουσόομαι perf part mp masc nom sg μουσόω furnish with power of song perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσώ — (I) μουσῶ, όω (ΑΜ) [μούσα (Ι)] 1. παθ. μουσοῡμαι, όομαι λαμβάνω καλλιτεχνική μόρφωση («ὑπόληψιν ἐμποιεῑν καὶ δόξαν ἀνθρώποις ἀγραμμάτοις, πολυγράμματος αὐτὸς ὢν καὶ μεμουσωμένος», Πλούτ.) αρχ. 1. δίνω μουσικότητα σε κάτι 2. παθ. α) αρμόζομαι για… … Dictionary of Greek
πολυγράμματος — η, ο / πολυγράμματος, ον, ΝΜΑ (για λέξη) αυτός που αποτελείται από πολλά γράμματα αρχ. 1. αυτός που είναι σημαδεμένος με πολλά γράμματα, ο στιγματίας 2. αυτός που γνωρίζει πολλά γράμματα, μορφωμένος, πολυμαθής («πολυγράμματος καὶ μεμουσωμένος»,… … Dictionary of Greek