-
1 μεμορυχμένα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεμορυχμένα
-
2 μορύσσω
A = μολύνω, soil, defile, in [tense] pf. part. [voice] Pass. μεμορυγμένα (v.l. μεμορυχμένα in Od. and Nic.), [εἵματα] καπνῷ Od.13.435
;Ὀδυσῆα μ. αἵματι Q.S.5.450
; μέλαν κυάνοιο.. μ. ἄνθος black mixed with blue, Opp.C.3.39; μ. ἀφρῷ, ὄξει, Nic.Al. 318, 330.II = μωλύνω 1, μελισσάων καμάτῳ ἔνι παῦρα μορύξαις ([tense] aor. opt.) ῥίζεα ib. 144 (cf. Sch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μορύσσω
См. также в других словарях:
μεμορυχμένα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μυσαρά» … Dictionary of Greek