Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

μεμβράς

См. также в других словарях:

  • μεμβράς — μεμβράς, άδος, ἡ (Α) είδος μικρής άφυας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. προέρχεται από τον τ. βεμβράς* «είδος άφυας, αθερίνας», με ανομοιωτική τροπή τού β σε μ ] …   Dictionary of Greek

  • μεμβράς — sprat fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμβράδα — μεμβράς sprat fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμβράδας — μεμβράς sprat fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμβράδες — μεμβράς sprat fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμβράδι — μεμβράς sprat fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμβράδος — μεμβράς sprat fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμβράδων — μεμβράς sprat fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμβράσι — μεμβράς sprat fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμβράδιον — και μεμβρίδιον, τὸ (Α) [μεμβράς] υποκορ. τού μεμβράς …   Dictionary of Greek

  • μεμβραδοπώλης — μεμβραδοπώλης, ὁ (Α) ο πωλητής μεμβράδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμβράς, άδος «είδος μικρού ψαριού» + πώλης (< πωλῶ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»