-
1 μεμβράδιον
μεμβράδιον, τό, dim. von μεμβράς, Sp.
См. также в других словарях:
μεμβράδιον — και μεμβρίδιον, τὸ (Α) [μεμβράς] υποκορ. τού μεμβράς … Dictionary of Greek
μεμβρίδιον — μεμβρίδιον, τὸ (Α) βλ. μεμβράδιον … Dictionary of Greek
1 μεμβράδιον
μεμβράδιον, τό, dim. von μεμβράς, Sp.
μεμβράδιον — και μεμβρίδιον, τὸ (Α) [μεμβράς] υποκορ. τού μεμβράς … Dictionary of Greek
μεμβρίδιον — μεμβρίδιον, τὸ (Α) βλ. μεμβράδιον … Dictionary of Greek