-
1 μεμακυια
-
2 μηκαομαι
(impf. ἐμέμηκον, pf. со знач. praes. μέμηκα, aor. 2 ἔμᾰκον; part. pf. μεμηκώς - f μεμᾰκυῖα, part. aor. 2 μᾰκών)1) блеять(ὥστ΄ ὄϊες μεμακυῖαι Hom.)
2) реветьμακών Hom. — взревев (от боли)
См. также в других словарях:
μεμακυῖα — μηκάομαι bleat perf part act fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)