-
1 μεμαίκυλον
A v. μιμαίκυλον. [full] μεμαῖνα· ἀληλλιμένα, Hsch. [full] μεμακυῖα, v. μηκάομαι. [full] μεμαλισμένους· μεμαλαγμένους, ἢ παραφρονοῦντας, μαινομένους, Id. [full] μεμάποιεν, [full] μέμαρπον, v. μάρπτω. [full] μεμβλάσαι· συνδῆσαι, Id. [full] μέμβλεται, [full] μέμβλετο, v. μέλω. [full] μέμβλωκα, v. βλώσκω. [full] μεμβλώντων· τυχόντων, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεμαίκυλον
-
2 μεμαίκυλον
μεμαίκυλοςfruit of: fem acc sg -
3 μιμαίκυλον
μῐμαίκῠλον, τό,A fruit of κόμαρος, Crates Com.40, Amphis 38, Theopomp.Com.67, Thphr.CP2.8.2, Scyl.108, Porph.Abst.2.7; but [full] μεμαίκυλον, Thphr.HP3.16.4, Poll.7.144, Gal.6.621:—also [full] μεμαίκυλος, ἡ, ibid.; [full] μιμάκυλος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μιμαίκυλον
См. также в других словарях:
μεμαίκυλον — μεμαίκυλον, τὸ (Α) βλ. μιμαίκυλον … Dictionary of Greek
μεμαίκυλον — μεμαίκυλος fruit of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιμαίκυλο — το (Α μιμαίκυλον και μεμαίκυλον, τὸ και μεμαίκυλος και μιμάκυλος, ἡ) νεοελλ. βοτ. σύνθετος καρπός, στον οποίο οι καρποί που προέρχονται από περισσότερα τού ενός άνθη συγκρατούνται με σαρκώδη παράνθια φύλλα αρχ. ο καρπός τής κουμαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek