-
1 μελίγηρυς
A sweet-voiced, melodious,ὄψ Od.12.187
; ;παρθενικαί Alcm.26.1
; ὕμνοι, κῶμοι, Pi. O.11(10).4, N.3.4,παιᾶνος ὀμφά Id.Pae.5.47
; ἀηδών, of a woman, IG14.1942.—Poet. word, used by Pl. Phdr. 269a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελίγηρυς
-
2 μελίγηρυς
μελί - γηρυς: honey - toned, sweetvoiced, Od. 12.187†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μελίγηρυς
См. также в других словарях:
μελίγηρυς — και δωρ. τ. μελίγαρυς, υος, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει γλυκιά σαν μέλι φωνή, γλυκύφωνος, μελωδικός (α. «μελίγηρυν ὄπα», Ομ. Οδ. β. «μελιγάρυες ὕμνοι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γῆρυς «φωνή, λόγος» (πρβλ. μειλιχό γηρυς, ποικιλό γηρυς)] … Dictionary of Greek