-
1 μελιηδής
A honey-sweet,οἴνου.. μελιηδέος Il.4.346
;οἶνός σε τρώει μελιηδής Od.21.293
; ; τὼ μελιάδεος (sc. οἴνου) Alc.45, cf. Id.p.31 Lobel, Pi. Fr.166.1.2 metaph.,μελιηδέα θυμὸν ἀπηύρα Il.10.495
;νόστον δίζηαι μελιηδέα Od.11.100
;ἐμὲ μελιηδὴς ὕπνος ἀνῆκε 19.551
;γᾶρυς Simon.41
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελιηδής
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek