-
1 μελιγαρυς
-
2 μελίγαρυς
1 sweet voicedμελιγάρυες ὕμνοι O. 11.4
, P. 3.64μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι N. 3.4
μελιγάρυας ὕμνους I. 2.3
κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ Pae. 5.47
-
3 μελιγηρυς
(ὄψ Hom.; ἀοιδή HH.; ὕμνος Pind.; ἀηδών Anth.)
См. также в других словарях:
μελίγηρυς — και δωρ. τ. μελίγαρυς, υος, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει γλυκιά σαν μέλι φωνή, γλυκύφωνος, μελωδικός (α. «μελίγηρυν ὄπα», Ομ. Οδ. β. «μελιγάρυες ὕμνοι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γῆρυς «φωνή, λόγος» (πρβλ. μειλιχό γηρυς, ποικιλό γηρυς)] … Dictionary of Greek