-
1 μελανοδοχεῖον
μελᾰνο-δοχεῖον, τό,A inkstand, Aq.Ez.9.2:—also [suff] μελᾰνο-δόχον, Poll.10.60; and [suff] μελᾰνο-δόκον, PLond.2.402v25 (ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανοδοχεῖον
См. также в других словарях:
νεκροδοχείον — νεκροδοχεῑον, τὸ (Α) τόπος όπου θέτουν τους νεκρούς, τάφος, μνημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δοχεῖον (πρβλ. μελανο δοχείον)] … Dictionary of Greek