-
1 μελανθριξ
-
2 μελανοθριξ
См. также в других словарях:
μελάνθριξ — μελάνθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (ΑM) βλ.μελανόθριξ … Dictionary of Greek
αργόθριξ — ἀργόθριξ ( τριχος) ο, η (Α) αυτός που έχει άσπρες τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (Ι) + θριξ < θρίξ (τριχός) (μελάνθριξ, καλλίθριξ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
μελανόθριξ — ο, η (ΑM μελανόθριξ και μελάνθριξ, τριχος) αυτός που έχει μαύρες τρίχες, μαυρομάλλης («νέοι... ἰθύτριχες, μελανότριχες», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + θριξ, τριχός (πρβλ. λευκό θριξ)] … Dictionary of Greek