-
1 μελλεπταρμος
-
2 μελλέπταρμος
μελλέ-πταρμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελλέπταρμος
-
3 μελλέπταρμος
μελλέ-πταρμος, ὁ, der niesen will und dabei das Weiße im Auge nach oben kehrt -
4 μελλέπταρμοι
μελλέπταρμοςjust going to sneeze: masc /fem nom /voc pl -
5 μελλό-πταρμος
μελλό-πταρμος, v. l. für μελλέπταρμος, w. m. s.
См. также в других словарях:
μελλέπταρμος — μελλέπταρμος, ον (Α) έτοιμος να φταρνιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + πταρμός (< πτάρνυμαι)] … Dictionary of Greek
μελλέπταρμοι — μελλέπταρμος just going to sneeze masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… … Dictionary of Greek