Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μελλέπταρμος

См. также в других словарях:

  • μελλέπταρμος — μελλέπταρμος, ον (Α) έτοιμος να φταρνιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + πταρμός (< πτάρνυμαι)] …   Dictionary of Greek

  • μελλέπταρμοι — μελλέπταρμος just going to sneeze masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»