-
1 μελιαδης
-
2 μελιηδης
дор. μελιᾱδής 21) сладкий как мед(λωτοῖο καρπός, οἶνος Hom.)
2) перен. сладкий, сладостный(ὕπνος, νόστος, θυμός Hom.; μολπή Anth.)
См. также в других словарях:
μελιαδής — μελιαδής, ές (Α) βλ. μελιηδής … Dictionary of Greek
μελιαδής — μελιᾱδής , μελιηδής honey sweet masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιηδής — και δωρ. τ. μελιαδής και αιολ. τ. μελιάδης (Α) γλυκός ή ευχάριστος σαν το μέλι («ἔνθα φίλ ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι ἠδὲ κύπελλα οἴνου πινέμεναι μελιηδέος», Ομ. Ιλ.) 2. (για ποτά) ηδύποτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ηδής (< ἧδος < ἡδύς «ευχάριστος,… … Dictionary of Greek