-
1 μελιττουργός
μελιττουργόςmasc nom sg -
2 μελιττουργός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελιττουργός
-
3 μελιττουργοί
μελιττουργόςmasc nom /voc pl -
4 μελιττουργόν
μελιττουργόςmasc acc sg -
5 μελισσ-ουργός
μελισσ-ουργός, att. μελιττουργός, sich mit Bienen beschäftigend; ὁ μελ., der Bienenzüchter, neben νομεύς, Plat. Legg. VIII, 842 d; Ael. H. A. 1, 9 u. a. Sp.
-
6 μελισσουργος
-
7 μελιττουργοίς
-
8 μελιττουργοῖς
-
9 μελιττουργών
-
10 μελιττουργῶν
См. также в других словарях:
μελιττουργός — μελιττουργός, ὁ (Α) (αττ.τ.) βλ. μελισσουργός … Dictionary of Greek
μελιττουργός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιττουργοῖς — μελιττουργός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιττουργοί — μελιττουργός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιττουργῶν — μελιττουργός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιττουργόν — μελιττουργός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελισσουργός — Βλ. λ. μέροψ. * * * ο (Α μελισσουργός και αττ. τ. μελιττουργός) μελισσοκόμος («ἐν μιᾷ γὰρ ἢ ἐν δυσὶν ἡμέραις πλήρη εὑρίσκουσι τὰ σμήνη οἱ μελιττουργοὶ μέλιτος», Αριστοτ.) νεοελλ. ζωολ. ο μελισσοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + ουργός] … Dictionary of Greek