Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μελιττουργός

См. также в других словарях:

  • μελιττουργός — μελιττουργός, ὁ (Α) (αττ.τ.) βλ. μελισσουργός …   Dictionary of Greek

  • μελιττουργός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιττουργοῖς — μελιττουργός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιττουργοί — μελιττουργός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιττουργῶν — μελιττουργός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιττουργόν — μελιττουργός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελισσουργός — Βλ. λ. μέροψ. * * * ο (Α μελισσουργός και αττ. τ. μελιττουργός) μελισσοκόμος («ἐν μιᾷ γὰρ ἢ ἐν δυσὶν ἡμέραις πλήρη εὑρίσκουσι τὰ σμήνη οἱ μελιττουργοὶ μέλιτος», Αριστοτ.) νεοελλ. ζωολ. ο μελισσοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + ουργός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»