Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

μελιτοῦττα

См. также в других словарях:

  • μελιτούττα — μελιτοῡττα, ἡ (Α) βλ. μελιτόεις …   Dictionary of Greek

  • μελιτοῦττα — honied fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιτούττας — μελιτούττᾱς , μελιτοῦττα honied fem acc pl μελιτούττᾱς , μελιτοῦττα honied fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιτοῦτται — μελιτοῦττα honied fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιτοῦτταν — μελιτοῦττα honied fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιτούττης — μελιτοῦττα honied fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • μελιτούς — μελιτοῡς, οῡντος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πλακοῡς ἐκ μέλιτος, ἡ μελιτοῡττα» …   Dictionary of Greek

  • μελιττούτα — μελιττοῡτα, ἡ (Α) βλ. μελιτούττα …   Dictionary of Greek

  • μελιτόεις — μελιτόεις, εσσα, εν (ΑM, Α και αρσ. αττ. συνηρ. τ. μελιτοῡς, Α και θηλ. αττ. συνηρ. τ. μελιττοῡττα) γλυκός σαν το μέλι, τερπνός, ευχάριστος («μελιτόεσσαν εὐδίαν», Πίνδ.) αρχ. 1. (για γλυκίσματα) αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι, αυτός που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»