-
1 μελιτούς
μελιτόομαιpres ind act 2nd sg (doric)μελιτόωto be sweetened with honey: pres ind act 2nd sg (doric) -
2 μελιτοῦς
μελιτόομαιpres ind act 2nd sg (doric)μελιτόωto be sweetened with honey: pres ind act 2nd sg (doric) -
3 μελιτοῦς
A v. μελιτόεις 11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελιτοῦς
-
4 μελιτόεις
II sweetened with honey, μελιτόεσσα (sc. μᾶζα), ἡ, honeycake, esp. used as a sacred offering, Hdt.8.41: [dialect] Att. [var] contr. [full] μελιτοῦττα, like οἰνοῦττα, etc., Ar.Nu. 507, Lys. 601 (anap.), etc.;παγκαρπία μ. Thphr.HP9.8.7
: with masc. Noun,μελιτοῦτται ναστοί Ar.Av. 567
(s. v. l.); in Hsch. [full] μελιτοῦς (sc. πλακοῦς) , ὁ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελιτόεις
См. также в других словарях:
μελιτούς — μελιτοῡς, οῡντος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πλακοῡς ἐκ μέλιτος, ἡ μελιτοῡττα» … Dictionary of Greek
μελιτοῦς — μελιτόομαι pres ind act 2nd sg (doric) μελιτόω to be sweetened with honey pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιτόεις — μελιτόεις, εσσα, εν (ΑM, Α και αρσ. αττ. συνηρ. τ. μελιτοῡς, Α και θηλ. αττ. συνηρ. τ. μελιττοῡττα) γλυκός σαν το μέλι, τερπνός, ευχάριστος («μελιτόεσσαν εὐδίαν», Πίνδ.) αρχ. 1. (για γλυκίσματα) αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι, αυτός που … Dictionary of Greek