Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μελησίμβροτος

См. также в других словарях:

  • μελησίμβροτος — μελησίμβροτος, ον (Α) 1. αυτός που προκαλεί το ενδιαφέρον και την αγάπη τών ανθρώπων 2. αυτός που τιμάται από τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλησις + μβροτος (< βροτός «θνητός» < αμάρτυρο *μροτός) σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος*] …   Dictionary of Greek

  • μελησίμβροτον — μελησίμβροτος an object of care masc/fem acc sg μελησίμβροτος an object of care neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελησιμβρότων — μελησίμβροτος an object of care masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»