-
1 μελησιμβροτος
-
2 μελησίμβροτος
μελησίμβροτος, -ον1 dear to men “ ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι μελησίμβροτον” (pr.: - βρότων coni. Barrett, Hermes, 1954, 435̆{1}) P. 4.15 -
3 μελησίμβροτος
μελ-ησίμβροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελησίμβροτος
-
4 μελησίμβροτος
μελησί-μβροτος, den Sterblichen ein Gegenstand der Fürsorge, Pflege seiend, von den Menschen gepflegt, geachtet -
5 μελησίμβροτον
μελησίμβροτοςan object of care: masc /fem acc sgμελησίμβροτοςan object of care: neut nom /voc /acc sg -
6 μελησιμβρότων
μελησίμβροτοςan object of care: masc /fem /neut gen pl -
7 ῥίζα
ῥίζα, ἡ, die Wurzel; Hom. und Folgende; auch mannichfach übertr., z. B. die Wurzeln des Auges, Od. 9, 390; vgl. Eur. Herc. Fur. 933 u. Qu. Sm. l 2, 396; γαίης ἐν ῥίζῃσιν, Hes. O. 19; χϑόνα δ' ἐκ πυϑμένων αὐταῖς ῥίζαις πνεῠμα κραδαίνοι, Aesch. Prom. 1049; Alles, was wurzelartig von einem Stamme ausgeht, χϑονὸς τρίτη, Pind. P. 9, 8, wo man die drei Erdtheile als Wurzeln des Festlandes betrachten soll; auch dasjenige, woraus, wie aus einer Wurzel, neue Entwickelungen hervorgehen, ἀστέων μελησίμβροτος, σπέρματος, P. 4, 15 Ol. 2, 46, vgl.. 7, 55; des Geschlechtes, γένους ἅπαντος ῥίζαν ἐξημημένος, Soph. Ai. 1157; ἀπ' εὐγενοῦς τινος ῥίζης πέφυκας, Eur. I. T. 610; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1642; Ὁμήρου, Ep. ad. 486 ( Plan. 297); vgl. Antp. Sid. 44 ( Plan. 298); ῥίζα πάντων καὶ βάσις τῶν ἄλλων, Tim. Locr. 97 e; τὴν κεφαλὴν καὶ ῥίζαν ἡμῶν, Plat. Tim. 90 b; Folgde; τριχός, Arist. H. A. 3, 11; auch ῥίζα τοῦ λόφου, Pol. 2, 66, 10, u. a. Sp.; des Meeres, Opp. Hal. 4, 544; πολέμου, Plut. Crass. 11.
-
8 μέλω
1 be of concern to c. dat.μέλει τέ σφισι Καλλιόπα καὶ χάλκεος Ἄρης O. 10.14
χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15
μ]έμᾳλεν πατρὸς νόῳ (hyperdorismum vid. Lobel: μ]έμηλεν Snell: sc. τοιαῦτα, simm.: cf. O. 1.89) Δ.. 3. τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην; ( be dear to cf. μελησίμβροτος) fr. 155. 3. [ ἀρεταῖσι μεμαλότας υἱούς (byz.: μεμαότας codd.: cf. Δ. 4. 35, Forssman, 69ff.) O. 1.89]
См. также в других словарях:
μελησίμβροτος — μελησίμβροτος, ον (Α) 1. αυτός που προκαλεί το ενδιαφέρον και την αγάπη τών ανθρώπων 2. αυτός που τιμάται από τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλησις + μβροτος (< βροτός «θνητός» < αμάρτυρο *μροτός) σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος*] … Dictionary of Greek
μελησίμβροτον — μελησίμβροτος an object of care masc/fem acc sg μελησίμβροτος an object of care neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελησιμβρότων — μελησίμβροτος an object of care masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek