-
1 μελετητήριον
μελετητήριον, τό, Uebungsort, Plut. Dem. 7; auch ein Instrument, auf welchem man sich übt, Hesych.; vgl. Alexandrid. bei Ath. XIV, 638 c.
-
2 μελετητηριον
τό место для упражнений, учебная площадка Plut. -
3 μελετητήριον
μελετητήριονplace for practice: neut nom /voc /acc sg -
4 μελετητήριον
μελετητήριον, τό, Übungsort; auch ein Instrument, auf welchem man sich übt -
5 μελετητήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελετητήριον
-
6 μελετών
μελετών, ῶνος, ὁ, = μελετητήριον, E. M. 576, 39.
-
7 καταγειος
-
8 σχεδιάζω
A do a thing off-hand or on the spur of the moment,σχεδιάζοντα λέγειν ὅ τι ἂν τύχῃ Pl.Sis. 387e
: abs., play off-hand,λαβὼν τὸ μελετητήριον, εἶτ' ἐσχεδίασε δριμέως Anaxandr.15.3
, cf. Cic.Att.6.1.11; invent stories, Plb.12.4.4, D.H.1.7, D.S.1.23; improvise, Phld.Rh.1.100 S. ([voice] Pass.); give free play to the imagination, Sor.2.65.2 act with insufficient care, τοῖς κοινοῖς πράγμασι in public affairs, Plb.22.9.12;ἔν τινι D.S.13.31
; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχεδιάζω
См. также в других словарях:
μελετητήριον — place for practice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετητήριο — το (Α μελετητήριον) αίθουσα στην οποία γίνεται μελέτη, τόπος μελέτης ή άσκησης, σπουδαστήριο, αναγνωστήριο («κατέβαινεν εἰς τὸ μελετητήριον καὶ διεξῄει τὰς τε πράξεις ἐφεξῆς καὶ τοὺς ὑπέρ αὐτῶν ἀπολογισμούς», Πλούτ.) αρχ. όργανο μελέτης ή άσκησης … Dictionary of Greek
ՀՈԳԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0110 Chronological Sequence: 6c գ. Ըստ յն. ոճոյ, որպէս Կրթարան. վարժարան. խորհրդարան. իբր μελετητήριον locus exercitationis, seu meditationis. *Մի՛ ումեք լինել վարդապետ անզգամութեան ... զայսպիսեացն զհոգարանսն կործանել. Փիլ. ել. ՟Բ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)