Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μελετητήριον

См. также в других словарях:

  • μελετητήριον — place for practice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελετητήριο — το (Α μελετητήριον) αίθουσα στην οποία γίνεται μελέτη, τόπος μελέτης ή άσκησης, σπουδαστήριο, αναγνωστήριο («κατέβαινεν εἰς τὸ μελετητήριον καὶ διεξῄει τὰς τε πράξεις ἐφεξῆς καὶ τοὺς ὑπέρ αὐτῶν ἀπολογισμούς», Πλούτ.) αρχ. όργανο μελέτης ή άσκησης …   Dictionary of Greek

  • ՀՈԳԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0110 Chronological Sequence: 6c գ. Ըստ յն. ոճոյ, որպէս Կրթարան. վարժարան. խորհրդարան. իբր μελετητήριον locus exercitationis, seu meditationis. *Մի՛ ումեք լինել վարդապետ անզգամութեան ... զայսպիսեացն զհոգարանսն կործանել. Փիլ. ել. ՟Բ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»