Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μελασμός

См. также в других словарях:

  • μελασμός — μελασμός, ὁ (Α) [μελαίνω] 1. το μελάνιασμα τών σαρκών τού σώματος λόγω νεκρώσεως 2. το να βάφει κάποιος κάτι μαύρο, το μαύρισμα («μελασμοὶ τριχῶν», Διοσκ.) 3. μαύρο στίγμα, μαύρη κηλίδα 4. (για φίδι) το να έχει μαύρο δέρμα …   Dictionary of Greek

  • μελασμός — blackening masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελασμοῖσιν — μελασμός blackening masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελασμοί — μελασμός blackening masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελασμοῦ — μελασμός blackening masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελασμούς — μελασμός blackening masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελασμῶν — μελασμός blackening masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελασμόν — μελασμός blackening masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»