Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μελανόστερφος

См. также в других словарях:

  • μελανόστερφος — μελανόστερφος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + στέρφος «δέρμα»] …   Dictionary of Greek

  • μελανοστέρφων — μελανόστερφος black skinned masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»