-
1 μελανοφόρος
μελανοφόροςwearing black: masc /fem nom sg -
2 μελανοφόρος
μελᾰνο-φόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανοφόρος
-
3 μελανοφόρος
-
4 μελανηφόρος
μελᾰνη-φόρος, ον,A = μελανοφόρος, Orph.H.42.9; epith. of priests of Isis, at Delos, SIG 977a2 (ii B. C.); at Eretria, Ἀρχ.Δελτ.1.148:— hence [suff] μελᾰνη-φορέω, Tz.H.7.999.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανηφόρος
См. также в других словарях:
μελανοφόρος — και μελανηφόρος, ον (ΑM, Μ και μελαμφόρος, ον) αυτός που φορά μαύρα ενδύματα μσν. το αρσ. ως ουσ. ρασοφόρος, μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φόρος*] … Dictionary of Greek
μελανοφόρος — wearing black masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μήκων — ο, η (Α μήκων, ωνος, δωρ. τ. μάκων, ή) αρχαία και λόγια ονομασία ορισμένων ειδών τού γένους παπάβερ, το οποίο σήμερα είναι γνωστό με την κοινή ονομασία παπαρούνα και στο οποίο ανήκουν φαρμακευτικά και βιομηχανικά φυτά, με ναρκωτικές και άλλες… … Dictionary of Greek
μελαμφόρος — μελαμφόρος, ον (Μ) βλ. μελανοφόρος … Dictionary of Greek
μελανηφόρος — (I) ο, θηλ. και α αυτός που περιέχει μελάνη («μελανηφόρος σάκος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνη + φόρος*]. (II) μελανηφόρος, ον (ΑM) βλ. μελανοφόρος … Dictionary of Greek
μελανοφορώ — μελανοφορῶ, έω (ΑM, Μ και μελανηφορῶ και μελαμφορῶ) [μελανοφόρος] φορώ μαύρα, πένθιμα ενδύματα, μαυροφορώ μσν. ντύνω κάποιον ή κάτι με μαύρα ενδύματα, διακοσμώ πένθιμα … Dictionary of Greek