-
1 μελανθέλαιον
μελανθέλαιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανθέλαιον
-
2 μελανθέλαιον
μελανθ-έλαιον, τό, Öl aus Melanthium
См. также в других словарях:
μελανθέλαιον — μελανθέλαιον, τὸ (Α) το έλαιο τού μελανθίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνθιον* + ἔλαιον] … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek