Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μελανθέλαιον

См. также в других словарях:

  • μελανθέλαιον — μελανθέλαιον, τὸ (Α) το έλαιο τού μελανθίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνθιον* + ἔλαιον] …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»