-
1 μελαν-ειμονία
μελαν-ειμονία, ἡ, das Tragen schwarzer Kleider, Sp., auch μελανειμόνησις.
См. также в других словарях:
μελανειμόνησις — μελανειμόνησις, ἡ (Μ) [μελανειμονώ] το να φορά κάποιος μαύρα ενδύματα, η μαυροφορία … Dictionary of Greek
1 μελαν-ειμονία
μελαν-ειμονία, ἡ, das Tragen schwarzer Kleider, Sp., auch μελανειμόνησις.
μελανειμόνησις — μελανειμόνησις, ἡ (Μ) [μελανειμονώ] το να φορά κάποιος μαύρα ενδύματα, η μαυροφορία … Dictionary of Greek