-
1 μελανάετος
μελαν-άετος, od. -αίετος, ὁ, der schwarze Adler -
2 λαγω-φόνος
λαγω-φόνος, hasentödtend, so heißt der μελανάετος, Arist. H. A. 9, 32. S. λαγωοφόνος.
См. также в других словарях:
μελανάετος — μελανάετος, ὁ (Α) μαύρος αετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ἀετός] … Dictionary of Greek
μελανάετος — black eagle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek