Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μελαμπαγής

См. также в других словарях:

  • μελαμπαγής — μελαμπαγής, ές (Α) (δωρ. τ.) 1. (κυρίως για αίμα) μαύρος και πηχτός («καὶ χθονία κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον», Αισχύλ.) 2. (γενικά) μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + παγής (< πήγνυμι), πρβλ. γομφο παγής, δορυ παγής] …   Dictionary of Greek

  • μελαμπαγής — μελαμπᾱγής , μελαμπαγής black clotted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαμπαγές — μελαμπᾱγές , μελαμπαγής black clotted masc/fem voc sg μελαμπᾱγές , μελαμπαγής black clotted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»