-
1 μελάγ-γεως
μελάγ-γεως, att. dasselbe, Theophr.
-
2 μελάγγαιος
μελάγ-γαιος, ον, Hdt.2.12,4.198; [suff] μελάγ-γειος, ον, Dicaearch.1.12, Thphr.HP8.7.2, BGU 1529 (Ptol.), Antyll. ap. Orib.9.11.6; [suff] μελαγ-γέως, ων, gen. ω, Thphr.CP2.4.12:—Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελάγγαιος
-
3 μελάγγειος,
μελάγ-γειος, u. μελάγ-γαιος, u. μελάγ-γεως, schwarzerdig, von schwarzem, gutem Boden -
4 μελάγγαιος,
μελάγ-γειος, u. μελάγ-γαιος, u. μελάγ-γεως, schwarzerdig, von schwarzem, gutem Boden -
5 μελάγγεως
μελάγ-γειος, u. μελάγ-γαιος, u. μελάγ-γεως, schwarzerdig, von schwarzem, gutem Boden
См. также в других словарях:
λυπρόγεως — λυπρόγεως, ων, ουδ. και λυπρόγαιον (AM) 1. αυτός που έχει ισχνή, φτωχή, άγονη γη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπρόγεων ή τὸ λυπρόγαιον η ξηρότητα τής γης, η αγονία («λυπρογέῳ νησιδίῳ», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός* + γεως (< γῆ), πρβλ. λεπτό… … Dictionary of Greek