-
1 μελί-κρᾱς
-
2 μελίκρᾱτος,
μελί-κρᾱτος, u. μελί-κρᾱς, ᾱτος, τό, mit Honig gemischt, angemacht, τὸ μελίκρατον, sc. πόμα, ein Trank aus Honig u. Milch, welcher den Göttern der Unterwelt u. den abgeschiedenen Seelen gespendet wurde; auch μελίκρατα γάλακτος, denn es gab auch ein Gemisch von Honig u. Wasser -
3 μελίκρᾱς
μελί-κρᾱτος, u. μελί-κρᾱς, ᾱτος, τό, mit Honig gemischt, angemacht, τὸ μελίκρατον, sc. πόμα, ein Trank aus Honig u. Milch, welcher den Göttern der Unterwelt u. den abgeschiedenen Seelen gespendet wurde; auch μελίκρατα γάλακτος, denn es gab auch ein Gemisch von Honig u. Wasser
См. также в других словарях:
μελικράς — μελικράς, ᾱτος και μελίκρας, ατος, ὁ (Α) αυτός που είναι αναμεμιγμένος με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κρας, ατος (< θ. κρᾱ τού κεράννυμι, πρβλ. κρᾶσις), πρβλ. ευ κράς, νεο κράς] … Dictionary of Greek
χαλκόκρας — ατος, και χαλκοκράς, ᾱτος, ὁ, ἡ, Α 1. αναμεμιγμένος με χαλκό 2. χαλκοκορυστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κρας (< θ. κρα τού κεράννυμι* «αναμιγνύω»), πρβλ. μελί κρας / μελι κράς] … Dictionary of Greek
μελισσοκράς — ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γλυκεῑα δέλτος, ἢ μέλιτι κεκραμένη», δηλ. η δέλτος, το ξύλινο πλαίσιο το οποίο περικλείει την κηρήθρα που περιέχει μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθέτου *μελισσοκράς (< μέλισσα + κρας… … Dictionary of Greek