-
1 μελί-θροος
μελί-θροος, zsgzgn -ϑρους, ουν, süßtönend, κύκνος, Bass. 1 (V, 125).
-
2 μελίθροος
См. также в других словарях:
μελίθροος — μελίθροος, ον και μελίθρους, ουν (Α) αυτός που μιλάει γλυκά, ο γλυκύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρόος (< θρέομαι «κράζω, ξεφωνίζω»), πρβλ. ηδύ θροος, οιωνό θροος] … Dictionary of Greek