-
1 μελί-γλωσσος
μελί-γλωσσος, honigzungig, süß, angenehm redend; πειϑώ, Aesch. Prom. 172; ἔπη, Ar. Av. 908.
-
2 μελίγλωσσος
μελί-γλωσσος, honigzüngig, süß, angenehm redend
См. также в других словарях:
μελιχρόγλωσσος — μελιχρόγλωσσος, ον (Μ) αυτός που έχει μελιχρή γλώσσα, αυτός που μιλά γλυκά, γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελιχρός + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. μελί γλωσσος] … Dictionary of Greek
μελίγλωσσος — μελίγλωσσος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γλῶσσα (πρβλ. βαρβαρό γλωσσος, χρυσό γλωσσος)] … Dictionary of Greek