Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μελί-γλωσσος

См. также в других словарях:

  • μελιχρόγλωσσος — μελιχρόγλωσσος, ον (Μ) αυτός που έχει μελιχρή γλώσσα, αυτός που μιλά γλυκά, γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελιχρός + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. μελί γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • μελίγλωσσος — μελίγλωσσος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γλῶσσα (πρβλ. βαρβαρό γλωσσος, χρυσό γλωσσος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»