-
1 режим
1. тех. οι συνθήκες (λειτουργίας), το πρόγραμμα, η κατάστασηпереводить в - передачи рад. θέτω σε λειτουργία μετάδοσης- больших сигналов (рад.элн.) - μεγάλων σημάτωνпониженный рад. το πρόγραμμα λειτουργίας με μειωμένη ισχύ- μελέτης2. (распорядок жизни, труда и т.п.) το πρόγραμμα, η διάταξη, ο κανονισμός 3. (государственный строй) το καθεστώς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > режим
-
2 читальный
читальный: \читальный зал το αναγνωστήριο, η αίθουσα μελέτης* * *чита́льный зал — το αναγνωστήριο, η αίθουσα μελέτης
-
3 данные
мн. τα στοιχείατα δεδομένα (πλ.)вводить - βάζω τα -, καταχωρίζω τα -проверять - εξακριβώνω τα -, ελέγχω τα -- испытаний - των δοκιμών, ταπορίσματαитоговые - συνολικά -, τελικά -числовые - см. цифровые -экспериментальные - των δοκιμών, δοκιμαστικά -эксплуатационные - της λειτουργίας/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > данные
-
4 дизайнер
1. (автор проекта, чертежа) о σχεδιαστής, ο εκπονητής μελέτης 2. (худо-жественный оформитель) о διακοσμητής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дизайнер
-
5 дихроскоп
το διχρωσκόπιο, το όργανο παρακολούθησης/μελέτης του διχρωΐσμού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дихроскоп
-
6 документация
τα έγγραφατο σύνολο των εγγράφων και πιστοποιητικώνтехническая - τεχνικά - (σχέδια, πιστοποιητικά κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > документация
-
7 нагрузка
(мех., эл.) το φορτί/ο, η φόρτισητο φόρτωμαраспределять - у διανέμω/μοιράζω το -сбрасывать - у эл. μειώνω το -снимать - у мех. αφαιρώ/βγάζω το -активная эл. - ενεργό -базовая эл. - βάσης- весов предельная μέγιστο - των βαρών/της ζυγαριάςнесимметричная эл. - ασύμμετρο -посадочная ав. - της προσγείωσηςравномерная - ισομερές -, ομοιόμορφο -сжимающая мех. - της σύνθλιψηςсимметричная эл. - συμμετρικό -тормозная - της πέδης/του φρένουтяговая ав. - της ώσηςциклическая мех. - κυκλικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нагрузка
-
8 надёжность
η αξιοπιστίαη ασφάλειαη στερεότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > надёжность
-
9 напряжение
(мех., эл.) η τάσ/ηэл. η ένταση, το βολτάζ (ξεν.)концентрировать - я συγκεντρώνω/εστιάζω τις - ειςπροβλεπόμενη -предельное - οριακή/μέγιστη -расчётное - της μελέτης, κανονική -термическое - см. тепловое -эффективное - της απόδοσης, αποδοτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напряжение
-
10 проектный
μελετητικός, σχεδιαστικός, του σχεδίου, της μελέτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проектный
-
11 разведка
η αναγνώριση, η ανίχνευση, (полезных ископаемых) η έρευνα/αναζήτηση των κοιτασμάτων (ορυκτών)сейсмическая - η μελέτη διάδοσης των σεισμικών κυμάτων/δονήσεωνэлектрическая - μέσω μελέτης των ηλεκτρικών/ηλεκτρομαγνητικών πεδίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разведка
-
12 стадия
το στάδιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стадия
-
13 автореферат
авторефератм ἡ περίληψη μελέτης γραμμένη ἀπό τόν συγγραφέα. -
14 объект
объектм τό ἀντικείμενο[ν]:\объект изучения τό ἀντικείμενο μελέτης. -
15 объект
-а α.1. αντικείμενο•объект изучения αντικείμενο μελέτης.
2. γιαπί, οικοδομή.3. (γραμμ.) αντικείμενο. -
16 серьёзный
επ., βρ: -зен, -зна, -зно..1. σοβαρός•серьёзный человек σοβαρός άνθρωπος•
с -ым видом με σοβαρό ύφος.
2. αξιόλογος, σπουδαίος•серьёзный учный σπουδαίος επιστήμονας.
|| σημαντικός, άξιος προσοχής ή μελέτης•-ая болезнь σοβαρή ασθένεια•
-ая ошибка σοβαρό λάθος•
-противник σοβαρός αντίπαλος•
-ое дело σοβαρή υπόθεση•
-ые улики σοβαρές μαρτυρίες.
|| μεγάλος•-ые трудности σοβαρές δυσκολίες•
-ая поддержка σοβαρή υποστήριξη.
3. βαρύς, σκυθρωπός.
См. также в других словарях:
μελετῆς — μελετάω take thought pres ind act 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελέτης — Μελέτη care fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελέτης — μελέτη care fem gen sg (attic epic ionic) μελετάω take thought pres ind act 2nd sg μελετάω take thought imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάλθους, Τόμας Ρόμπερτ — (Thomas Robert Malthus, Ντόρκιν, Σάρεϊ 1766 – Χεϊλιμπέρι, Χέρτφορντ 1834). Άγγλος οικονομολόγος. Ήταν ο δευτερότοκος γιος από τα οκτώ παιδιά του Ντάνιελ Μάλθους, ενός επαρχιακού ευγενούς. Σπούδασε στο Κολέγιο του Ιησού στο Πανεπιστήμιο του… … Dictionary of Greek
κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… … Dictionary of Greek
σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
βοτανική — Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, ως προς την εξωτερική μορφή, την εσωτερική υφή, τη λειτουργία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Διαιρείται σε γενική και ειδική β. Η γενική β. ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Дункан, Раймонд — Раймонд Дункан с женой и сыном в 1912 году Раймонд Дункан (Raymond Duncan, Сан Франциско 1874 1966) … Википедия