-
1 μελάν-ουρος
μελάν-ουρος, mit schwarzem Schwanze, bes. – a) ein am Schwanze schwarz gefleckter Meerfisch, Arist. H. A. 8, 2 Ath. VII c. 93, worauf das Verbot des Pvthagoras μὴ γεύεσϑαι τῶν μελανούρων, Plut. educ. lib. 17, bezogen wird. – b) eine giftige Otternart, Ael. N. A. 6, 51.
-
2 μελάνουρος
A black-tail, Oblata melanura, Epich.56, Cratin.221, Antiph.194.4, Arist.HA 591a15, Speus. ap. Ath.7.313e, Numen.ib.d;μὴ γεύες-θαι μελανούρων Pythag.
ap.Plu.2.12d.II a kind of snake, perh. = διψάς, Ael.NA6.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελάνουρος
-
3 μελάνουρος
μελάν-ουρος, mit schwarzem Schwanze, bes. (a) ein am Schwanze schwarz gefleckter Meerfisch, worauf das Verbot des Pvthagoras μὴ γεύεσϑαι τῶν μελανούρων bezogen wird; (b) eine giftige Otternart -
4 σίλουρος
Grammatical information: m.Meaning: name of `a big river fish', prob. `catfish', also `sturgeon', Lat. silūrus (middl. com., hell. pap., Str. etc.); σιλουρισμός m. `serving up a σ.' (Diph.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: From οὑρά `tail' like μελάν-ουρος etc. (Strömberg Fischn. 48) and an unclear 1. element; after Solmsen IF 30, 9ff. (with reserve) *σιλός in Σιληνός, σίλλος; s. vv. and σιμός. Diff. Grošelj Živa Ant. 4, 174 f.: to σιλλέα τρίχωμα H. referring to the big anal fin of the catfish. -- Rather formed with the Pre-Greek suffix - ουρος.Page in Frisk: 2,706Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σίλουρος
-
5 μελανουρος
I2II
См. также в других словарях:
-ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… … Dictionary of Greek
κόλουρος — η, ο (Α κόλουρος, ον, θηλ. και κόλουρις) 1. αυτός που έχει κομμένη ουρά («ὥσπερ ὑπό γήρως ἀπτῆνα καὶ κόλουρον», Πλούτ.) 2. χαρακτηρισμός απλών στερεών γεωμετρικών σωμάτων που προκύπτουν από άλλα αν με μια κατάλληλη τομή αφαιρεθεί ένα τμήμα τους… … Dictionary of Greek
λάμπουρος — λάμπουρος, ον (Α) (για την αλεπού) αυτός που έχει ουρά λευκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λάμπρ ουρος, με ανομοίωση, < λαμπρός + ουρος < οὐρά (πρβλ. μελάν ουρος)] … Dictionary of Greek
σίλουρος — Ψάρι. >Σιλουρίδες. Ο σίλουρος (silurus glanis) του οποίου το μήκος μπορεί να ξεπεράσει τα δύο μέτρα, ζει στα εσωτερικά νερά της Ευρώπης, και κυρίως στο Δούναβη. Αναπαράσταση υποθαλάσσιου περιβάλλοντος του σιλουρίου με χαρακτηριστικά είδη: 1.… … Dictionary of Greek
σαίνουρος — ον, και ανώμ. τ. θηλ. σαινουρίς, ίδος, Α (για σκύλο) αυτός που κουνάει την ουρά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαίνω «κουνώ την ουρά» + ουρος (< οὐρά), πρβλ. κόλ ουρος, μελάν ουρος] … Dictionary of Greek
κούτσουρος — ούρα, ο κολοβός, με κομμένη ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + ουρος (< ουρά), πρβλ. μελάν ουρος] … Dictionary of Greek
σπανόουρος — ον, Μ αυτός που έχει μικρή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + ουρος (< ουρά), πρβλ. μελάν ουρος] … Dictionary of Greek
σπατίλουρος — ον, Α αυτός που έχει βρόμικη ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπατίλη «υδαρές αποπάτημα» + ουρος (< οὐρα), πρβλ. μελάν ουρος] … Dictionary of Greek
τριχίουρος — ο, Ν ζωολ. γένος περκόμορφων ψαριών που απαντούν στις ελληνικές και, γενικότερα, στις θερμές και εύκρατες θάλασσες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichiurus < θρίξ, τριχός + ουρος (< οὐρά), πρβλ. μελάν ουρος. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
χελιδόνουρος — ο, Ν ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους μαλακίων τού Ινδικού Ωκεανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδόνι + ουρος (< ουρά), πρβλ. μελάν ουρος] … Dictionary of Greek