Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μελάν-ζοφος

См. также в других словарях:

  • ζόφος — ο (AM ζόφος, ὁ και μτγν. ζόφος, εος, τό) 1. βαθύ σκοτάδι, σκοτεινιά 2. μτφ. βαθιά μελαγχολία, θλίψη, κατήφεια («ζόφος ψυχής») μσν. ζοφερή σκέψη, πονηρό, αμαρτωλό διανόημα αρχ. 1. το σκοτάδι τού κάτω κόσμου, η σκοτεινιά τού Άδη («ἐγώ δ ἄπειμι γῆς… …   Dictionary of Greek

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • πάνζοφος — ον, Α πολύ ζοφερός, θεοσκότεινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ζόφος «σκοτάδι» (πρβλ. μελάν ζοφος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»