Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μελάνδετον

См. также в других словарях:

  • μελάνδετον — μελάνδετος bound masc/fem acc sg μελάνδετος bound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • POMALE — a POMI similitudine, Gallis est ensis capulus; sed clausula; ita enim et Graeci modo μῆλον, modo κατακλεῖδα vocant, dicuntque κατακλείειν τὸ ζίφος de ense, cui capulus additur. Vetus Interpres Nicandri in Alexipharmacis, ad illud, μύκης ὅτι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λοχαγέτας — λοχαγέτας, ὁ (Α) (δωρ. τ. αντί τού άχρ. λοχηγέτης) λοχαγός («ἄνδρες γὰρ ἑπτὰ θούριοι λοχαγέται, ταυροσφαγοῡντες ἐς μελάνδετον σάκος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + ᾱγέτᾱς (< ἡγέτης < ἡγοῦμαι), πρβλ. αρχ αγέτας, λ… …   Dictionary of Greek

  • μελάνδετος — μελάνδετος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο δέσιμο ή μαύρη λαβή («μελάνδετον... ξίφος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + δετός (< δέω «δένω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»