Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

μελάναιγις

См. также в других словарях:

  • Μελαναιγίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελάναιγις — with dark aegis fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελάναιγις — Επονομασία του Διόνυσου. Προς τιμήν του, ο Μέλανθος είχε ιδρύσει ιερό και βωμό στην τοποθεσία Μελαινές της Αττικής, επειδή είχε νικήσει σε αγώνα τον Ξάνθο με τη βοήθεια του θεού. Σύμφωνα με την παράδοση, ο θεός εμφανίστηκε στον αγώνα φορώντας… …   Dictionary of Greek

  • Μελαναιγίδα — Μελαναιγίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελαναιγίδος — Μελαναιγίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαναίγιδος — μελάναιγις with dark aegis fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Melanaegis — MELANAEGIS, ĭdis, Gr. Μελάναιγις, ιδος, ein Beynamen des Bacchus, welchem die Athenienser zu Thermesia nicht nur einen Tempel erbaueten, sondern auch jährlich sein Fest mit Musik, Wettschwimmen und Rudern begiengen. Paus. Cor. c. 35. p. 151. Er… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»