-
1 μελάγχλαινος
μελάγ-χλαινος, ον,II οἱ M., as pr. n. of a Scythian tribe, Hdt.4.20, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελάγχλαινος
См. также в других словарях:
θηρόχλαινος — θηρόχλαινος, ον (Α) ντυμένος με δέρμα θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + χλαινος (< χλαίνη), πρβλ. λεοντό χλαινος, μελάγ χλαινος] … Dictionary of Greek
λεοντόχλαινος — λεοντόχλαινος, ον (Α) ντυμένος με δέρμα λιονταριού, με λεοντή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + χλαινος (< χλαίνη), πρβλ. θηρό χλαινος, μελάγ χλαινος] … Dictionary of Greek