-
1 μειώνω
μετ.1) уменьшать, убавлять; сокращать; 2) умерять; ослаблять; смягчать (тон, напряженность и т. п.); 3) перен. унижать, принижать, (кого-л.); умалять (что-л.);μειώνω τον ρόλο — принижать роль;
4) дискредитировать; наносить моральный ущерб;εξήλθε μειώμένος από την συζήτησιν — он потерял свой престиж в дискуссии, он вошел посрамлённым из дискуссии
-
2 μειώνω
[мионо] ρ уменьшать, ограничивать. -
3 μειώνω
azaltmak, indirmek, eksiltmek -
4 μειώνω
1) affaiblir2) alléger3) amenuiser4) diminuer -
5 μειώνω
1) maleć czas.2) osłabiać czas.3) uszczuplać czas.4) zmaleć czas.5) zmniejszać czas.6) zmniejszyć czas. -
6 μειώνω
-
7 μειώνω
1) abate2) deplete3) lessen4) reduceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μειώνω
-
8 βάρους
центр тяжести;2) тяжесть; груз; ноша; 3) вес;ατομικό (μοριακό) βάρους — атомный (молекулярный) вес;
ειδικό βάρους — удельный вес;
βάρους καθαρό — вес нетто;
μικτό βάρους — вес брутто;
αυξάνω το βάρους — или βάζω βάρους — прибавлять в весе;
ελαττώνω ( — или μειώνω) το βάρους — или χάνω βάρους — терять в весе;
βάρουςους εκατό κιλών — весом в сто килограммов;
4) балласт;5) перен. тяжесть (в голове, желудке и т. п.);έχω κάποιο βάρους στην καρδιά — у меня на душе какая-то тяжесть;
τό έχω βάρους στην ψυχή μου — чувствовать тяжесть на душе, угрызения совести из-за чего-л.;
6) перен. тяжесть, груз, бремя, обуза; забота;πλ. тяжёлое бремя; страдание;φορολογικά βάρουςη — налоговое бремя;
οικογενειακά βάρουςη — семейные заботы;
βάρους των φροντίδων — бремя забот;
βάρους των ετών — груз лет;
αναδέχομαι όλον το βάρους — брать всю ответственность на себя;
δεν παίρνω κανένα βάρους επάνω μου — не брать на себя никакой ответственности;
όλα τα βάρουςη πέφτουν σε... — вся тяжесть лежит на...;
είμαι ( — или κάνω) βάρους σε ( — или γιά) κάποιον — быть обузой для кого-л;
μη προς βάρους... — если вас не затруднит...;
7) перен. вес, значение, влияние, авторитет;ο έχων βάρους — весомый;
έχει βάρους ο λόγος (η γνώμη) του — его слово (мнение) имеет вес;
8) гиря;9) πλ. спорт, штанга;άρση βάρουςών — тяжёлая атлетика;
αθλητής άρσεως βάρουςών — штангист;
σηκώνω βάρουςη — поднимать штангу;
10) спорт, вес;σωματικό βάρους — весовая категория;
παλαιστές υπερελαφρών (ελαφρών, ημιμέσων, μέσων, βαρέων) βάρουςών — борцы наилегчайшего (лёгкого, полусреднего, среднего, тяжёлого) веса;
11) юр.:βάρους αποδείξεως — обязательство предста- вить доказательства;
12):εις βάρους κάποιου — а) за чеи-л. счёт, на чеи-л. счёт; — б) в ущерб кому-л.;
τα έξοδα εις βάρους μου — расходы за мой счёт;
§ λέγονται πολλά εις βάρους σας ο — вас говорят много плохого;
γελούν εις βάρους του — над ним смеются
-
9 μειώ
(ο) см. μειώνω
См. также в других словарях:
μειώνω — μειώνω, μείωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μειώνω — (ΑM μειῶ, όω, Μ και μειώνω) [μείων] 1. κάνω κάτι μικρότερο, ελαττώνω, λιγοστεύω, μικραίνω (α. «θα μειωθεί η στρατιωτική θητεία» β. «τούτων ἐμείωσε τὸν ὁπλισμὸν οὐ μόνον τοῑς θώραξιν ἀλλὰ καὶ ταῑς περικνημῑσιν», Διον. Αλ. γ. «ὁ μὲν μεὶς ἀπὸ τοῡ… … Dictionary of Greek
μειώνω — μείωσα, μειώθηκα, μειωμένος 1. κάνω κάτι μικρότερο ή λιγότερο από όσο ήταν πριν, ελαττώνω: Ο νέος υπουργός μείωσε τους φόρους. 2. μτφ., ταπεινώνω, ζημιώνω ηθικά, εξευτελίζω: Ο άντρας της τη μειώνει μπροστά σε όλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απομαγνητίζω — μειώνω ή εκμηδενίζω τον μαγνητισμό … Dictionary of Greek
ελέγχω — (AM ἐλέγχω) 1. ερευνώ, εξετάζω για την ανεύρεση τής αλήθειας, ορθότητας, ακρίβειας, γνησιότητας, αξίας κάποιου αντικειμένου, εμπορεύματος, θέματος κ.λπ. («ελέγχω τα γραπτά, τους λογαριασμούς, την περιεκτικότητα σε κάτι», «φύλαξ ἐλέγχων φύλακα»,… … Dictionary of Greek
μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… … Dictionary of Greek
ελαττώνω — (AM ἐλαττῶ, όω Α και ἐλασσῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι λιγότερο ή μικρότερο 2. μειώνω κάποιον, μειώνω την αξία του αρχ. μσν. ἐλαττοῡμαι 1. εξασθενώ, γίνομαι ασθενικός 2. μειονεκτώ μσν. βλάπτω αρχ. Ι. 1. αφαιρώ κάτι από κάποιον 2. κόβω, κονταίνω II. παθ … Dictionary of Greek
αβαρία — Ζημιά πλοίου, είτε του ίδιου είτε του φορτίου του, στη διάρκεια του πλου του. Με ειδική νομοθεσία ρυθμίζονται όλα τα θέματα τα σχετικά με την α. Για να αποφευχθεί o αθέμιτος πλουτισμός σε βάρος εκείνων που διέτρεξαν τον κίνδυνο και υπέστησαν την… … Dictionary of Greek
αμαυρός — ἀμαυρός, ά, όν (AM) θαμπός, σκοτεινός μσν. (το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένα αρχ. 1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης 2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός 3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος,… … Dictionary of Greek
αμαυρώνω — (Α ἀμαυρῶ όω) αφαιρώ τη λάμψη, την αίγλη, τη δόξα, κηλιδώνω, σπιλώνω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, αμυδρό, ασαφές 2. εξασθενίζω, αμβλύνω, ελαττώνω, μειώνω, εξαλείφω 3. καταστρέφω, εξαφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθ. ἀμαυρός. ΠΑΡ. αμαύρωμα, αμαύρωση,… … Dictionary of Greek
αμείωτος — η, ο (Α ἀμείωτος, ον) [μειώνω] αυτός που δεν μειώθηκε ή δεν μπορεί να μειωθεί, ακέραιος ανέπαφος νεοελλ. 1. (με ηθική σημασία) αυτός που δεν υπέστη ή δεν μπορεί να υποστεί ηθική μείωση, αταπείνωτος, ανεπισκίαστος 2. (με ποιοτική σημασία)… … Dictionary of Greek