Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

μειόνως

См. также в других словарях:

  • μειόνως — (Α) επίρρ. βλ. μείων …   Dictionary of Greek

  • μειόνως — μείων lesser adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»