-
1 μειονεκτέω
A have too little, to be poor, σὺν τῷ γενναίῳ μ., opp. σὺν τῷ ἀδίκῳ πλέον ἔχειν, X.Ages.4.5; come short, μ. εἰ μή .. Id.Cyr. 8.6.23, cf. Mem.3.14.6; μ. ἔν τινι fall short in a thing, Id.Hier.1.11, 27: c. gen. rei, to be short of a thing, σίτων καὶ ποτῶν ib.2.1; μ. τῶν εὐφροσυνῶν ἔν τινι ib.1.29;τῶν δικαίων D.H.6.71
: c. gen. pers. et dat. rei,τῇ εὐφροσύνῃ μ. τῶν ἰδιωτῶν X.Hier.1.18
; opp. πλεονεκτέω, Hierax ap.Stob.3.9.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μειονεκτέω
-
2 μειονεκτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μειονεκτικός
-
3 μειουρία
A v. μυουρία, -ίζω, -ος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μειουρία
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский