Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μειρακίζομαι

См. также в других словарях:

  • μειρακίζω — (ΑM) [μείραξ] μσν. παριστάνω τον έφηβο αρχ. (το μέσ.) μειρακίζομαι (για νέο) μεταβαίνω από την παιδική ηλικία στην ηλικία τών μειρακίων, γίνομαι μειράκιο, γίνομαι έφηβος …   Dictionary of Greek

  • μειρακιούμαι — μειρακιοῡμαι, όομαι (Α) [μειράκιον] μειρακίζομαι* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»