Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μειονεξία

См. также в других словарях:

  • μειονεξία — μειονεξίᾱ , μειονεξία taking less than one s due fem nom/voc/acc dual μειονεξίᾱ , μειονεξία taking less than one s due fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειονεξίᾳ — μειονεξίαι , μειονεξία taking less than one s due fem nom/voc pl μειονεξίᾱͅ , μειονεξία taking less than one s due fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειονεξία — η (Α μειονεξία) [μειονέκτης] η κατάσταση τού μειονεκτώ, το να μειονεκτεί κανείς έναντι άλλου …   Dictionary of Greek

  • μειονεξία — η το να είναι κανείς ή να αισθάνεται σε κατώτερη θέση από άλλον: Το συναίσθημα μειονεξίας το παρατηρεί κανείς σε ορισμένα παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μειονεξίας — μειονεξίᾱς , μειονεξία taking less than one s due fem acc pl μειονεξίᾱς , μειονεξία taking less than one s due fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειονεξίαι — μειονεξία taking less than one s due fem nom/voc pl μειονεξίᾱͅ , μειονεξία taking less than one s due fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειονεξίαν — μειονεξίᾱν , μειονεξία taking less than one s due fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόλειψις — ἀπόλειψις, η (Α) [απολείπω] 1. εγκαταλειψη 2. στρ. λιποταξία, απόδραση 3. έλλειψη, ανεπάρκεια, μειονεξία 4. (για ποτάμι) ελάττωση των νερών 5. θάνατος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»