-
21 Μειλιχίοισι
Μειλίχιοςgentle: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
22 Μειλιχίοισιν
Μειλίχιοςgentle: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
23 Μειλιχίου
Μειλίχιοςgentle: masc /fem /neut gen sg -
24 Μειλιχίους
Μειλίχιοςgentle: masc /fem acc pl -
25 Μειλιχίων
Μειλίχιοςgentle: masc /fem /neut gen pl -
26 Μειλίχια
Μειλίχιοςgentle: neut nom /voc /acc pl -
27 Μειλίχιε
Μειλίχιοςgentle: masc /fem voc sg -
28 Μειλίχιοι
Μειλίχιοςgentle: masc /fem nom /voc pl -
29 μειλιχίαις
μειλίχιοςgentle: fem dat plμειλιχίαgentleness: fem dat pl -
30 μειλιχίην
μειλίχιοςgentle: fem acc sg (epic ionic)μειλιχίαgentleness: fem acc sg (epic ionic) -
31 μειλιχίης
μειλίχιοςgentle: fem gen sg (epic ionic)μειλιχίαgentleness: fem gen sg (epic ionic) -
32 μειλιχίοιο
μειλίχιοςgentle: masc /neut gen sg (epic) -
33 μειλιχίοις
μειλίχιοςgentle: masc /neut dat pl -
34 μειλιχίοισι
μειλίχιοςgentle: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
35 μειλιχίοισιν
μειλίχιοςgentle: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
36 μειλιχίου
μειλίχιοςgentle: masc /neut gen sg -
37 μειλιχίους
μειλίχιοςgentle: masc acc pl -
38 μειλίχια
μειλίχιοςgentle: neut nom /voc /acc pl -
39 μειλίχιαι
μειλίχιοςgentle: fem nom /voc pl -
40 μειλίχιε
μειλίχιοςgentle: masc voc sg
См. также в других словарях:
Μειλίχιος — gentle masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίχιος — gentle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίχιος — Προσωνυμία του Δία στη Σικυώνα, στο Άργος, στον Πειραιά και κυρίως στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, υπήρχε ναός του Μειλιχίου Διός κοντά στον Κηφισό· εκεί, ο Θησέας υποβλήθηκε σε κάθαρση όταν επέστρεψε στην πόλη μετά τους φόνους των ληστών… … Dictionary of Greek
μειλίχιος — α, ο ήπιος, γλυκός, πράος, γαλήνιος: Με κοίταξε με μειλίχια έκφραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μειλιχίων — μειλίχιος gentle fem gen pl μειλίχιος gentle masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μειλιχίως — Μειλίχιος gentle adverbial Μειλίχιος gentle masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλιχίως — μειλίχιος gentle adverbial μειλίχιος gentle masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μειλίχιον — Μειλίχιος gentle masc/fem acc sg Μειλίχιος gentle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίχιον — μειλίχιος gentle masc acc sg μειλίχιος gentle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МЕЙЛИХИЙ — • Μειλίχιος, миролюбивый, милостивый, 1. прозвание Зевса искупителя, родственного с подземным Зевсом (χθόνιος) или Гадесом. В Афинах приносили ему в жертву свиней, которых совсем сжигали, как это делалось и при служении… … Реальный словарь классических древностей
μειλιχίαις — μειλίχιος gentle fem dat pl μειλιχία gentleness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)