-
1 μειλικτήρια
μειλικτήριοςable to soothe: neut nom /voc /acc pl -
2 μειλικτήριος
μειλικ-τήριος, ον,A able to soothe,εὐχαί Suid.
s.v. Ποντίφιξ: Subst. μειλικτήρια (sc. ἱερά), τά, propitiations, ; cf.μείλιγμα 1.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μειλικτήριος
См. также в других словарях:
μειλικτήρια — μειλικτήριος able to soothe neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλικτήριος — μειλικτήριος, ον (Α) 1. αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να πραΰνει, εξιλεωτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μειλικτήρια εξιλεωτικές ή εξιλαστήριες θυσίες («ἅπερ νεκροῑσι μειλικτήρια, βοός τ ἀφ ἁγνῆς λευκόν... γάλα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek